- συντατικόν
- συντατικόςastringentmasc acc sgσυντατικόςastringentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυντατικόν — συντατικόν , συντατικός astringent masc acc sg συντατικόν , συντατικός astringent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντατικός — ή, όν, Α [συντείνω] 1. αυτός που έχει τη δύναμη να συντείνει, να τεντώνει 2. το ουδ. ως ουσ. το συντατικόν η δύναμη τάσης, τεντώματος … Dictionary of Greek